καταλευκαίνω

καταλευκαίνω
(AM καταλευκαίνω) [κατάλευκος]
λευκαίνω κάτι εντελώς, κάνω κάτι κατάλευκο, κάτασπρο
αρχ.
μτφ. διευκρινίζω εντελώς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταλευκαίνω — καταλεύκανα, καταλευκάνθηκα, καταλευκασμένος, κάνω κάτι κατάλευκο: Η σκόνη αυτή καταλευκαίνει τα ρούχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταλευκώ — καταλευκῶ, όω (Α) [κατάλευκος] καταλευκαίνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”